- μετροσύνη
- μετροσύνη, ἡ (Μ)1. μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη2. σύνεση, σωφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον με επίδραση τών ουσ. σε -οσύνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek